ανθρακωρυχία

ανθρακωρυχία
η
1. η εξαγωγή ορυκτών ανθράκων από ορυχείο
2. η δουλειά του ανθρακωρύχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθρακωρύχος. Η λ. μαρτυρείται από τον νομομαθή και πολιτικό Αναστάσιο Πολυζωίδη (1802-1873)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”